Είπε, κι απ’ του αµονιού το κούτσουρο σηκώθη ο γαύρος γίγας
κουτσαίνοντας, µε ορµή τ’ αδύναµα κουνώντας αντικνήµια.
Τα φυσερά απ’ τη φλόγα ετράβηξε, με βιάση συμμαζεύει
τ’ άλλα του σύνεργα που εδούλευε µες σε αργυρή κασέλα,
και µε σφουγγάρι ολούθε σκούπισε το πρόσωπο, τα χέρια,
το γερό σβέρκο και τα στήθη του τα μαλλιαρά και ντύθη
µε το χιτώνα, κι άδραξε ύστερα χοντρό ραβδί και βγήκε
κουτσαίνοντας· και τρέχαν δίπλα του ν’ ανεβαστούν το ρήγα
χρυσές δυο βάγιες, απαράλλαχτες µε ζωντανές κοπέλες·
ξυπνάδα και µιλιά και δύναµη, τα’ χουν κι αυτές, κι ακόµα
οι αθάνατοι θεοί τους έµαθαν πάσα γυναικεία τέχνη.
Και τώρα ανεβαστούσαν πρόθυµα το ρήγα τους, κι εκείνος
(Σ Ιλιάδας μετ. Ν. Καζαντζάκη Ι. Κακριδή, στ.410-420)
Οι στίχοι αυτοί από την Ιλιάδα του Ομήρου μας δείχνουν την πρωτοπορία της ελληνικής σκέψης, αλλά και την πανάρχαια ανάγκη του ανθρώπου να βρει τρόπους να μεταδώσει τις λειτουργίες και τις δυνατότητες του σε άψυχα – υλικά αντικείμενα.